μελαμπόδιον

μελαμπόδιον
μελαμπόδιον, τὸ (Α)
βλ. Μελαμπόδειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελαμπόδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελαμπόδειος — Μελαμπόδειος, εία, ον και Μελαμπόδιος, ία, ον, θηλ. και Μελαμπόδεια (Α) [Μελάμπους] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη Μελάμποδα 2. το θηλ. ως ουσ. Μελαμπόδεια ποίημα σε τρία τουλάχιστον βιβλία που αναφερόταν στον βίο και στις πράξεις… …   Dictionary of Greek

  • ԵՂԵԲՈՐՈՍ — ( ) NBH 1 0653 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ԵՂԵԲՈՐՈՍ գրի եւ ԵՂԲՈՐՈՍ, ՂԵԲԵՐՈՍ. Բառ յն. էլլէ՛վօռօս. ἐλλέβορος helleborus, um; veratrum μελαμπόδιον helleborum nigrum Բոյս դառն յանջրդիս, որ լինի դեղ մաքրողական. ի մեզ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”